αναπτυκτός

αναπτυκτός
-ή, -ό
αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, εξαπλώσιμος, εκτατός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανάπτυκτος — ἀνάπτυκτος, ον (Α) αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, να ανοιχθεί …   Dictionary of Greek

  • αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… …   Dictionary of Greek

  • ανάπτυχος — ἀνάπτυχος, ον (Α) ο ανάπτυκτος* …   Dictionary of Greek

  • αναπτυκτικός — ή, ό ο ικανός ή κατάλληλος για ανάπτυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπτυκτός. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο τού Γένους Κωνσταντίνο Κούμα (1777 1836)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”